οἰκτρολογία

οἰκτρολογία
οἰκτρολογίᾱ , οἰκτρολογία
piteous discourse
fem nom/voc/acc dual
οἰκτρολογίᾱ , οἰκτρολογία
piteous discourse
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οικτρολογία — οἰκτρολογία, ἡ (Α) αξιοθρήνητη ομιλία που διεγείρει τον οίκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + λογία*] …   Dictionary of Greek

  • οἰκτρολογίαι — οἰκτρολογίᾱͅ , οἰκτρολογία piteous discourse fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”